- φαντασιολογία
- ἡ, Α1. ομιλία ή πραγματεία σχετικά με φανταστικά πράγματα2. πιθ. παράξενο γλωσσικό ιδίωμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < φαντασία + -λογία*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ουτοπία — Ο όρος παράγεται από τις λέξεις ου και τόπος και σημαίνει όραμα ή λόγο που αναφέρεται στο μη πραγματικό, στο αντίθετο δηλαδή εκείνου που υπάρχει και ενεργεί πραγματικά. Η λέξη έχει την προέλευση της από το έργο του σερ Τόμας Μουρ Ουτοπία, ο… … Dictionary of Greek